υποφητης

υποφητης
    ὑποφήτης
    ὑπο-φήτης
    -ου ὅ истолкователь воли богов, прорицатель Hom.
    

Μουσάων ὑποφῆται Theocr. — жрецы Муз, т.е. поэты


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υποφητης" в других словарях:

  • ὑποφήτης — suggester masc nom sg ὑποφή̱της , ὑποφῆτις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφήτης — ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, άτιδος, Α 1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής τής θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» οι ποιητές (θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προ φήτης] …   Dictionary of Greek

  • ὑποφῆτα — ὑποφήτης suggester masc voc sg ὑποφήτης suggester masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφητῶν — ὑποφήτης suggester masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφῆται — ὑποφήτης suggester masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφήταις — ὑποφήτης suggester masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφήτην — ὑποφήτης suggester masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφήτου — ὑποφήτης suggester masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. ὑποφήτης* 2. ως επίθ. προφητικός («ὑποφήτορι μύθω», Νόνν.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποφήτορες ὑποτεταγμένοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὑποφήτης κατά τα ουσ. σε τωρ (πρβλ. προφή τωρ: προφήτης)] …   Dictionary of Greek

  • υποφητεία — ἡ, ΜΑ [ὑποφήτης] το να είναι κανείς ὑποφήτης* («ἡ μὲν προφητεία πρὸ τοῡ γενέσθαι λέγει τὰ ὕστερον γενησόμενα, ἡ δὲ ὑποφητεία τὸ γινόμενον ἢ τὸ γενόμενον λέγει καὶ περὶ τούτου αὐτοῡ τὰ παρεστῶτα ἢ καὶ τὰ ὅσον οὕπω ἐπελευσάμενα», λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

  • υποφητεύω — ΜΑ [ὑποφήτης] 1. είμαι ὑποφήτης*, ἔχω το αξίωμα τού ὑποφύτη 2. προφητεύω («ὑποφητεύει τῷ θείῳ θελήματι», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»